- ἀποδαιμονίζει
- ἀποδαιμονίζει· ἀποκαρτερεῖ ἐν τῷ ἐνθουσιᾶν, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποδαιμονίζει — ἀπό δαιμονίζομαι fate appointed pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)